καρδαμις

καρδαμις
    καρδαμίς
    καρδᾰμίς
    -ίδος ἥ кардамид (разновидность кресса) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καρδαμις" в других словарях:

  • καρδαμίς — καρδαμίς, ίδος ἡ (Α) κάρδαμο …   Dictionary of Greek

  • καρδαμίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδαμίδα — καρδαμίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδαμίδας — καρδαμίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδαμίδι — καρδαμίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδαμίδος — καρδαμίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • καρδαμίδα — η (Α καρδαμίς, ίδος) [κάρδαμο] το φυτό κάρδαμο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»